Επιστολή-κόλαφο προς την Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου απέστειλε ο ηθοποιός Δημήτρης Χειμώνας, καταγγέλλοντας προσπάθεια συγκάλυψης, απαξίωση και αδιαφορία σχετικά με την καταγγελία που υπέβαλε στο Ειδικό Κλιμάκιο του Αρχηγείου Αστυνομίας για σεξουαλική παρενόχληση από Ελλαδίτη σκηνοθέτη στην ηλικία των 18 ετών.
Ο νεαρός ηθοποιός κάνει λόγο για τηλεφωνήματα από αρμόδιους, δημόσιες τοποθετήσεις και δηλώσεις με ειρωνικό περιεχόμενο και αμφισβήτηση και καλεί “τον ΘΟΚ να απολογηθεί δημόσια για τα παραπάνω και να δηλώσει παρών σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ως ένας θεσμός που νοιάζεται, ενημερώνεται, προστατεύει, βελτιώνεται και δε φοβάται την αλήθεια.”
Διαβάστε αυτούσια την επιστολή του κυρίου Χειμώνα:
Προς: Πρόεδρο & Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ
Λευκωσία, 19 Μαρτίου 2021
Αξιότιμη κ. Πρόεδρε,
Αξιότιμα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου,
Με την παρούσα επιστολή, σας γνωστοποιώ ότι εγώ, ο Δημήτρης Χειμώνας, κατέθεσα στις 15/2/2021 καταγγελία στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με την παραπλάνηση, εξαπάτηση και σεξουαλική παρενόχληση που διέπραξε εις βάρος μου ο κατά πολύ μεγαλύτερός μου, γνωστός Ελλαδίτης σκηνοθέτης ####### (σ.σ. κατονομάζεται ο σκηνοθέτης, αφαιρέθηκε για λόγους προσωπικών δεδομένων κλπ).
Η κατάθεσή μου αναφέρεται σε δύο επεισόδια κατά τη διάρκεια του 2012, ένα εκ των οποίων συνέβη μέσα στον ξενώνα του κτιρίου του ΘΟΚ, αλλά όπως φαίνεται, και εν γνώσει πρώην εργαζομένου του οργανισμού, όταν εγώ είχα μόλις κλείσει τα 18 μου χρόνια και έκανα την πρακτική μου άσκηση στον οργανισμό.
Επιθυμώ επίσης να καταγράψω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ πως η στάση του ΘΟΚ παραμένει, από την πρώτη δημόσια καταγγελία για σχετικά ζητήματα από τη μουσικό Αντρούλα Καφά στις 23/1/21, μέχρι και σήμερα, απαράδεκτα προκλητική, και η αιτία για τον θυμό, το άγχος και την αγωνία που διακατέχει πια την καθημερινότητά μου.
Πέραν της σχετικά γρήγορης ανταπόκρισης των συντεχνιών αλλά και μικρότερων θεάτρων, θεατρικών ομάδων και ιδρυμάτων, όπως του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ, του Θεάτρου Ριάλτο, της ΣΕΖΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 2019-2021 και της Στέγης Χορού Λεμεσού, βασικοί θεατρικοί θεσμοί του τόπου εξακολουθούν να δηλώνουν ουσιαστικά απόντες σε αυτή την απαραίτητη δημόσια συζήτηση, ενισχύοντας θλιβερά την παράδοση κανονικοποίησης τέτοιων φαινομένων. Η στάση αυτή οφείλεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε επικίνδυνο συντηρητισμό, και στη χειρότερη, σε πιθανά συμφέροντα αποσιώπησης όσων ακούσαμε, ακούμε, και πρόκειται να ακούσουμε.
Επιπλέον, εξακολουθώ να μην μπορώ να καταλάβω πώς, μέσα στο πλαίσιο των αποκαλύψεων που παρακολουθούμε στην Ελλάδα, και με δεδομένη την εγγύτητα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου στον χώρο του θεάτρου, αντί οι ίδιοι οι θεσμοί να προσκαλέσουν τους εργαζομένους τους σε δημόσιες και ιδιωτικές διαβουλεύσεις, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΘΟΚ, κ. Σάββας Κυριακίδης, σε σχετικές ερωτήσεις δημοσιογράφου απέφυγε να τοποθετηθεί «θεωρώντας ότι οι ερωτήσεις άπτονται εργασιακών θεμάτων». Ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΘΟΚ (2007-2012), κ. Βαρνάβας Κυριαζής, δήλωσε: «Στα χρόνια που διετέλεσα διευθυντής στον ΘΟΚ δεν είχαμε επεισόδιο αυτού του είδους, ούτε καμιά καταγγελία ή ψίθυρο.» Ο κ. Χρίστος Μελίδης, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΘΑΛ, δήλωσε: «Στην πορεία μου ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΘΑΛ, αλλά και προηγουμένως, ποτέ δεν υπήρξε περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης, δεν μου καταγγέλθηκε κανένα τέτοιο περιστατικό ούτε υπέπεσε κάτι τέτοιο στην αντίληψή μου» [1]. Με τοποθετήσεις εκ μέρους του Προέδρου ενός Διοικητικού Συμβουλίου οι οποίες εκφράζουν βεβαιότητα για το ότι «ποτέ δεν υπήρξε περιστατικό», πως θα τολμήσουν τα θύματα να μιλήσουν;
Σε αυτή λοιπόν την ατμόσφαιρα, στις 4/2/21 έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΘΟΚ, κ. Κυριακίδη, ο οποίος μου ζήτησε να του αποκαλύψω, τηλεφωνικώς, τι εννοούσα σε ανάρτησή μου στο προσωπικό μου προφίλ στο Facebook. Εφόσον ο ίδιος αντιμετώπισε ήδη απαξιωτικά τη δημόσια συζήτηση, δηλώνοντας πως τα σοβαρά αυτά ηθικά ζητήματα δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του (αλλά στις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως με ενημέρωσε), δεν αντιλήφθηκα γιατί κάποιος που δήλωνε αναρμόδιος μου ζητούσε τώρα να μπω σε ιδιωτικό διάλογο μαζί του και του εξήγησα τους λόγους για του οποίους πιστεύω πως ο ΘΟΚ πρέπει να τοποθετηθεί δημόσια. Η δε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, κα Αντιγόνη Παπαφιλίππου, παραμένει σιωπηλή.
Προσπαθώντας να βρω βοήθεια σε φιλικά πρόσωπα, συναδέλφους και συμπάσχοντες, συνειδητοποίησα ότι ήμουν πλέον αντιμέτωπος με γνωριμίες, οικογένειες, αξιώματα, καριέρες, φιλοδοξίες και «βαριά» βιογραφικά. Με αλαζονικές διδασκαλίες για το πώς πρέπει να μιλούν τα θύματα για να μην κριθούν ως «κούφιες δηλώσεις» και γιατί υπάρχει φόβος ότι «κοντά στα ξερά θα καούν και τα χλωρά» (Μαρίνα Μαλένη, Υπεύθυνη Θεατρικής Ανάπτυξης ΘΟΚ, 11/2/21) [2], από άτομα «με έλλειψη θάρρους που με θράσος απαιτούν δηλώσεις στήριξης για μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τίποτα περισσότερο» (Ανθή Ζαχαριάδου, Μέλος του ΔΣ ΘΟΚ, σε σχολιασμό στο facebook, 15/2/21), επιδιώξατε να απονομιμοποιήσετε τις μέχρι τότε πρώτες εκμυστηρεύσεις των θυμάτων στα ΜΜΔ. Προσπαθήσατε συνειδητά να αποπροσανατολίσετε την συζήτηση, λέγοντας πως αυτά συμβαίνουν και σε άλλους τομείς (λες και κάτι τέτοιο εξαλείφει τη σημασία του αιτήματος εξυγίανσης του θεατρικού τομέα), εθελοτυφλώντας μπροστά στην εκμετάλλευση που μπορεί να παραγάγει η αίγλη του θεατρικού χώρου, και μετατοπίζοντας το φταίξιμο σε άλλους, όπως στις συντεχνίες, αποποιούμενοι του θεσμικού σας ρόλου (λες και κάτι τέτοιο εξαλείφει τις ηθικές σας ευθύνες, υπονοώντας παράδοξα πως η υποχρέωση για ένα ασφαλές εργασιακό πλαίσιο ανήκει αλλού). Όταν στις 12/2/21 ανακοινώσατε πως συναντηθήκατε με την Επίτροπο Διοικήσεων και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη σύσταση του Κώδικα για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Παρενόχλησης και Σεξουαλικής Παρενόχλησης στον χώρο του θεάτρου, κάτι που θα έπρεπε να είχατε πράξει πολύ νωρίτερα, και που προφανώς συνέβη μόνο μετά από τις δικές μας εκμυστηρεύσεις και δημόσιες πιέσεις, εργαζόμενοι του οργανισμού αναδημοσίευσαν την ανακοίνωση προκαλώντας ξανά με το hashtag #Actionsnotwords. Απαξιώσατε και πάλι τις επώδυνες διαδικασίες λεκτικοποίησης των θυμάτων, στο πλαίσιο μάλιστα του θεάτρου, παραγνωρίζοντας ότι γενεαλογικά είναι η τέχνη όπου ο λόγος αποτελεί άρρηκτα συνδεδεμένη λειτουργία της πράξης.
Αντί της παρότρυνσης και ασφάλειας που ήλπιζα και αναζητούσα, βρήκα ένα τείχος αμφισβήτησης. Η μόνη αντιμετώπιση που είχα από εργαζομένους και διορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΘΟΚ ήταν οι τοποθετήσεις τους για τις μέχρι τότε δημόσιες δηλώσεις στήριξης και τις εκκλήσεις να τοποθετηθούν οι θεσμοί, τις οποίες χαρακτήρισαν: «αοριστολογίες», «όμορφα λογάκια, αν βάλεις και λίγη ρίμα τα ονομάζεις και ποίηση. Αν περιλάβεις και εκφράσεις συμπαράστασης, βραβεύεσαι με τη μοδάτη αξία της ενσυναίσθησης», από άτομα που είναι «είτε ημιμαθείς, είτε προκαταλημένοι, είτε αντιπολιτευόμενοι» (Ανθή Ζαχαριάδου, Μέλος Δ.Σ. ΘΟΚ σε προσωπική ανάρτηση στο facebook, 13/2/21).
Δε βλέπω όμως τον λόγο να αναφερθώ σε όλα τα προσβλητικά σχόλια από συναδέλφους στα ΜΜΔ. Οι δημόσιες πάντως τοποθετήσεις των εκπροσώπων των μεγαλύτερων θεατρικών θεσμών, αν μη τι άλλο, τα ενθάρρυναν. Μάλιστα, σε μία περίπτωση, στις 21/2/21, η κ. Ζαχαριάδου σχολίασε πρώτη σε ανάρτηση συναδέλφου που αμφισβητούσε την εγκυρότητα δημόσιας ανώνυμης καταγγελίας βιασμού και την εξίσωνε με σενάριο για πορνοταινία, συμφωνώντας πως «ίσως τελικά να συκοφαντούνται ανθρώποι».
Επιπλέον, επιθυμώ συγκεκριμένα να καταγράψω την ειρωνεία που εμπεριέχεται στη δημόσια δήλωση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της ΕΘΑΛ, κ. Αχιλλέα Γραμματικόπουλου: «ναι είμαστε σχεδόν μια οικογένεια… αυτό πιστεύω δημιουργεί έναν κύκλο εμπιστοσύνης… προστατεύει ο ένας τον άλλον» [1]. Η δήλωση αυτή με στοιχειώνει, αφού όπως πληροφορήθηκα, ο κ. Γραμματικόπουλος είναι κουμπάρος, δηλαδή κυριολεκτικά, οικογενειακά συνδεδεμένος με τον σκηνοθέτη που καταγγέλλω. Εξάλλου, το ίδιο το θέατρο μας διδάσκει από τις αρχαίες καταβολές του πως μέσα στις οικογένειες συμβαίνουν ειδεχθή εγκλήματα, όμως μας δείχνει συνάμα πως η λεκτικοποίηση και η αναπαράστασή τους οδηγεί στην κάθαρση.
Στις 16/2/21, και μετά την πρώτη μου καταγγελία στην αστυνομία, δημοσιεύθηκε ανώνυμη συνέντευξη στην εφημερίδα DOCUMENTO, όπου αφηγήθηκα την εμπειρία μου με όλες τις τραυματικές λεπτομέρειες, φωτογραφίζοντας εμπλεκομένους αλλά και την τοποθεσία.
Επιθυμία μου ήταν να τονίσω την ύπαρξη των σοβαρών αυτών επεισοδίων κακοποίησης απέναντι σε μια ατμόσφαιρα αμφισβήτησης, γνωρίζοντας πως όσο οι ιστορίες ακούγονται δημόσια τόσο μετατοπίζεται η ντροπή από τα θύματα στους θύτες. Ενώ λοιπόν γνωρίζατε ποιος 18χρονος βρισκόταν στο ΘΟΚ το 2012, και είχατε στη διάθεσή σας τα στοιχεία επικοινωνίας μου, μετά από αυτή τη δημοσίευση δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση συμπαράστασης ή αλληλεγγύης, ούτε προσφορά μαρτυρίας στην υπόθεσή μου (κάτι που άλλοι συνάδελφοι έπραξαν). Μόνο η κ. Ζαχαριάδου δήλωσε, σε σχόλιό της στο Facebook στις 20/2/21, ότι «το θέμα αυτό διερευνάται». Σήμερα, ένα μήνα μετά από αυτό το σχόλιο, ακόμα κανείς δεν επικοινώνησε μαζί μου, ούτε και για «διερεύνηση». Από ποιους λοιπόν διερευνάται, για ποιους και με ποιους μάρτυρες;
Τον τελευταίο μήνα, η επίπονη διαδικασία της καταγγελίας με βρίσκει σε κατάσταση ανασκόπησης τραγικών στιγμών και αξιολόγησης των επιπτώσεών τους στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Είναι έντονη η αίσθηση της εξαπάτησης και του εξευτελισμού, το τραύμα της χυδαίας εκμετάλλευσης, της επιβολής της σιωπής, και της ψυχολογικής βίας – και αυτά οφείλονται στην απαξιωτική και θρασύδειλη στάση των θεσμών και αυτών που τους εκπροσωπούν. Η στάση σας φανέρωσε ότι αυτό που τόσα χρόνια βίωνα ως προσωπικό τραύμα είναι ένα βαθύ κοινωνικό ζήτημα.
Από την πρώτη λοιπόν δημόσια καταγγελία της Aντρούλας Καφά στις 23/1/21, την οποία ακολούθησε σειρά δημόσιων εξομολογήσεων και πιέσεων για την επίσημη τοποθέτησή σας, ανταποκριθήκατε μόνο στις 25/2/21, δηλαδή ένα μήνα μετά. Δεν ήταν όμως τυχαία ούτε η τοποθέτηση ούτε και η χρονική στιγμή. Περιμένατε να ξεχειλίσει το ποτήρι με την υπόθεση Λιγνάδη, και αφού το Sigma, μέσω ενός ρεπορτάζ, κατονόμασε τον ΘΟΚ για πρώτη φορά. Περιμένατε να εκτεθείτε ονομαστικά και δημόσια, όχι από τους συνεργάτες σας (οι οποίοι το είχαν κάνει προ πολλού), αλλά από τα κανάλια. Κι αυτό, για να πείτε τα αυτονόητα, με μια ανάρτηση που αναφέρεται σε «φήμες» και που ξεκαθαρίζει, στην πρώτη κιόλας πρόταση, πως δε λάβατε κάποια επίσημη καταγγελία.
Στην 1/3/21 ο ηθοποιός Ανδρέας Φυλακτού εμφανίστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή φωτογραφίζοντας τα άτομα που καταγγέλλει και ενθαρρύνοντας άλλους να μιλήσουν. Την επόμενη μέρα η κοινότητα δικαίως τον χειροκρότησε. Παράλληλα, τα ίδια άτομα που μέχρι πρόσφατα χαρακτήριζαν ανάλογες δηλώσεις ως «αοριστολογίες», ξαφνικά κατάλαβαν σε ποιους αναφερόμαστε και ανταποκρίθηκαν με δηλώσεις στήριξης, συμπόνιας, αλλά και αποπροσανατολισμού για το ποιος φταίει, αφού συνειδητοποίησαν πως όσα καταγγέλλονται έχουν ως πυρήνα το ΘΟΚ. Αυτό που εξακολουθείτε να μην αναγνωρίζετε είναι πως όλ@ όσ@ μιλήσαμε δημόσια με τα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας, το κάναμε όταν και όπως μπορούσαμε, γιατί δεν το κάνατε εσείς όταν έπρεπε και όπως οφείλατε.
Θεωρώ τις πράξεις σας μέχρι τώρα ως υποκριτικές, μασκαρεμένες με ξύλινη γλώσσα για «θεσμικούς περιορισμούς», και παρακινούμενες αποκλειστικά από τις ανησυχίες σας για τη δημόσια εικόνα σας. Ούτε το θέατρο ούτε και ο ΘΟΚ, ως θεσμός, βάλλονται με τα όσα φωτίζονται αυτή την περίοδο. Αντίθετα, η κοινωνία είναι αυτή που βάλλεται από βιαστές, σεξιστές, υποκριτές και καταχραστές εξουσίας, αλλά και από τις δομές και τις νοοτροπίες που τους εκτρέφουν και τους επιτρέπουν να δρουν ανενόχλητοι.
Σας θεωρώ υπαίτιους για την μεταποίηση μιας παλιάς πληγής σε ανοιχτή αιμορραγία: άγχος, έλλειψη ύπνου, φόβος, πικρία, θυμός, αδικία, πόνος, είναι μόνο λίγα από αυτά που μου προκαλέσατε (και δυστυχώς όχι μόνο σε εμένα), ηθελημένα ή άθελά σας, την τελευταία περίοδο.
Ο ΘΟΚ δεν είναι απλά ένας ημικρατικός οργανισμός. Είναι και ο κύριος εργοδότης καλλιτεχνών θεάτρου και ο κύριος χορηγός του ελεύθερου θεάτρου στην Κύπρο. Το ότι πάρα πολλά άτομα στον θεατρικό χώρο φοβούνται να μιλήσουν και το ότι αρκετοί θύτες εξακολουθούν να νιώθουν πως τη γλίτωσαν, παραμένει και δική σας ευθύνη.
Είναι ευθύνη των θεσμών και του κράτους και όχι των θυμάτων, όπως απαράδεκτα δήλωσε η κα Γιολίτη («Η αδράνεια των θυμάτων προστατεύει τους θύτες», 2/3/21). Άλλωστε με δημόσιες τοποθετήσεις του τύπου «ποτέ δεν υπήρξε περιστατικό» από τα άτομα με θεσμική εξουσία, ποιο από τα άτομα που βρίσκεται θεσμικά σε πιο αδύναμη θέση, μη κατέχοντας εξουσία, θα τολμήσει να μιλήσει; Εξ όσων γνωρίζω, όσα αναφέρω για τη στάση σας δεν εμπίπτουν σε κάποιο ποινικό αδίκημα. Αποδεικνύουν όμως έλλειψη ήθους και συναδελφικής αλληλεγγύης. Αποτελούν επίσης και τη βάση του προβλήματος, καθώς επιτρέπουν τοξικές και κακοποιητικές συμπεριφορές και επιδιώκουν την αποσιώπησή τους, όπως και πετύχατε σε κάποιες περιπτώσεις που γνωρίζω.
Οι δημόσιες εξομολογήσεις μου, η καταγγελία μου στην αστυνομία, και αυτή η επιστολή στηρίζονται σε μια σειρά από προσωπικούς ευνοϊκούς παράγοντες: επαγγελματική ασφάλεια, φιλοδοξίες που δεν επηρεάζονται από τους δικούς σας μηχανισμούς στήριξης και υποστηρικτική οικογένεια και φίλοι που με βοήθησαν να βρω το θάρρος να μιλήσω και γι’ αυτό μιλώ. Αλλά δε σας χρωστά κανείς κάτι τέτοιο, ούτε και θα έπρεπε να είναι απαραίτητη η παρούσα επιστολή, ή η αφήγηση της όποιας εμπειρίας, για να αναγνωρίσετε ότι η σιωπή που μας επιβάλλει η πατριαρχική ιεραρχία είναι η σιωπή που πολλοί, εδώ και πολλά χρόνια, εκμεταλλεύονται. Από το 2006, και με αποκορύφωμα το 2017, το «σπάσιμο» της σιωπής έχει συνταράξει τον χώρο το θεάματος, σε παγκόσμιο επίπεδο, με το κίνημα #metoo, και μας έχει διδάξει ότι είναι η σιωπή των θεσμών που προστατεύει τους θύτες.
Αυτή η επιστολή δεν είναι πρόσκληση σε διάλογο, ούτε και πρόσκληση για διαπροσωπική επικοινωνία. Αυτή η επιστολή είναι έκκληση για την ειλικρινή συμβολή σας, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εάν δεν αναγνωρίσετε πρώτα ότι οι λέξεις και οι πράξεις σας έχουν σημασία και επιπτώσεις στις ζωές και την αξιοπρέπειά μας. Σας καλώ συναδελφικά για το καλό αυτού που όλ@ υπηρετούμε:
Να αναλάβετε την ευθύνη της διαμόρφωσης μιας θέσης στήριξης των θυμάτων και όσων θέλουν να μιλήσουν, όπως επιλέγουν να μιλήσουν.
Να αναλάβετε την ευθύνη των επιζήμιων και προσβλητικών δημόσιων δηλώσεων των εργαζομένων και μελών του συμβουλίου του οργανισμού.
Να δημιουργήσετε το αναγκαίο δίκτυο προστασίας για ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, ανεξάρτητα από τη δημόσια εικόνα σας και όποια οικογενειακά, ταξικά, πολιτικά ή προσωπικά συμφέροντα.
Καλώ τον ΘΟΚ να απολογηθεί δημόσια για τα παραπάνω και να δηλώσει παρών σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ως ένας θεσμός που νοιάζεται, ενημερώνεται, προστατεύει, βελτιώνεται και δε φοβάται την αλήθεια.
Οι λέξεις είναι πράξη και αυτό είναι μια από τις βασικές λειτουργίες της τέχνης μας. Η απολογία σας σε όσ@ς μίλησαν, σε όσ@ς θα μιλήσουν και σε όσ@ς δε θα μιλήσουν ποτέ είναι καταλυτικής σημασίας στη διαμόρφωση του θεάτρου αλλά και της κοινωνίας του μέλλοντος.
Αναμένοντας, έστω και καθυστερημένα, τη δημόσια ανταπόκρισή σας,
Δημήτρης Χειμώνας