Με μεθοθικότητα, σοβαρότητα και επαγγελματισμό εργάζονται τα μέλη της Αστυνομίας Κύπρου που χειρίζονται τις καταγγελίες και υποθέσεις αναφορικά με σεξουαλικές παρενοχλήσεις στους χώρους της Εκκλησίας, του πολιτισμού, της πολιτικής και του αθλητισμού. Αυτό διαβεβαίωσε η Υπουργός Δικαιοσύνης Έμιλυ Γιολίτη, απορρίπτοντας ισχυρισμούς και αναφορές περί ολιγωρίας και καθυστερήσεων στην διερεύνηση των συγκεκριμένων υποθέσεων και προώθηση τους ενώπιον της δικαιοσύνης. Μιλώντας στην εκπομπή Με Αγάπη Χριστιάνα η Υπουργός Δικαιοσύνης είπε ότι στόχος των Αρχών είναι ο καταρτισμός ολοκληρωμένων και στοιχειοθετημένων φακέλων, προκειμένου οι υποθέσεις να μπορούν να εκδικαστούν από την δικαιοσύνη, χωρίς κενά.
“Οι καταγγελίες πρέπει να γίνονται στην Αστυνομία και όχι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και άτομα που έρχονται και με βλέπουν εμένα, τους καθοδηγώ στην Αστυνομία για να κάνουν την καταγγελία τους. Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται σωστά οι καταγγελίες και να γίνονται επώνυμα, επειδή λαμβάνω πάρα πολλές επιστολές ανώνυμες, που κατονομάζουν θύτες αλλά είναι ανυπόγραφες και δεν μπορούν να καθοδηγηθούν για να γίνουν καταγγελίες στην Αστυνομία.”
Κλήθείσα να σχολιάσει την επιστολή που απέστειλε σήμερα ο ηθοποιός Δημήτρης Χειμώνας στο ΔΣ του ΘΟΚ κάνοντας λόγο για προσπάθεια συγκάλυψης και ζητώντας δημόσια απολογία από τον Οργανισμό, η κυρία Γιολίτη επισήμανε ότι η κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή και θα πρέπει να υπάρχει υπομονή για συλλογή του απαραίτητου μαρτυρικού υλικού.
“Είναι και ο χρόνος που έχουν συμβεί κάποια αδικήματα και εάν είναι στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να διερευνηθούν, είναι τα άτομα που κατονομάζει ο καταγγέλων ή η καταγγέλουσα και πρέπει να κληθούν για κατάθεση, χρειάζεται κάποιος χρόνος. Εάν πέρασε ένας μήνας και κάποιος καταγγέλων δεν έχει νέα, αυτό του προκαλεί αγωνία αλλά δεν είναι ανησυχητικό. Σκεφτείται ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια που έγινε το αδίκημα και δεν είναι εύκολο να στοιχειοθετηθεί. Ο φάκελος για να παραδοθεί όσο το δυνατόν πιο συμπληρωμένος στη Νομική Υπηρεσία, δεν είναι εύκολο.”
Η Υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε επίσης εξηγήσεις για την αναφορά της “η αδράνεια των θυμάτων, προστατεύει τους θύτες” που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και αρνητικά σχόλια από χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
“Η λέξη αδράνεια είναι μια ουδέτερη αχρωμάτιστη λέξη που σημαίνει ότι κάποιος δεν κάνει κάτι. Εάν δείτε την ολότητα των δηλώσεων μου θα δείτε ότι πάντοτε ενθαρρύνω τα θύματα να καταγγέλω και σίγουρα δεν θα μπορούσε να εξαχθεί ότι θέλω να ρίξω το φταίξιμο στα θύματα που δεν έχουν καταγγείλει τόσα χρόνια. Σίγουρα η αδράνεια τους, ότι δεν το έχουν πράξει, ενθαρρύνει τους θύτες. Και σίγουρα δεν είναι μια λέξη που την λέω εγώ, υπάρχει σε επίσημα έγγραφα του ΟΗΕ για θύματα βίας, ρατσισμού που μιλά για την αδράνεια των θυμάτων. Ο καθένας θέλει τον χρόνο του και σίγουρα δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς καταγγελία, χρειάζεται θάρρος και δύναμη για να το κάνει αυτό. Δεν μεταθέτω την ευθύνη με αυτή την λέξη, σίγουρα όμως είναι πιο δύσκολο να στοιχειοθετηθεί το μαρτυρικό υλικό για την υπόθεση. Η αδράνεια, όταν δεν κάνει κάποιος κάτι, είτε είναι μάρτυρας ή θύμα, αυτό.”
Σε σχέση με τις αναφορές του ηθοποιού αναφορικά με την στάση του ΘΟΚ, η Υπουργός Δικαιοσύνης είπε ότι σε επικοινωνία με την Πρόεδρο του ΔΣ του ΘΟΚ Αντιγόνη Παπαφιλίππου έλαβε διαβεβαιώσεις τόσο από την ίδια όσο και από τα μέλη του Συμβουλίου να συνδράμουν στις έρευνες για οποιαδήποτε υπόθεση. Και επισήμανε ότι καταγγελίες έχουν υποβληθεί και από άλλους χώρους όπως η Εκκλησία, οι τέχνες, ο αθλητισμός και η ιδιωτική εργασία.
“Όπως έχω ακούσει να λένε και θύματα, όλα αυτά τα χρόνια που συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα σίγουρα υπήρχαν μάρτυρες, σίγουρα κάποιοι γνώριζαν κάποια πράγματα και σίγουρα όφειλαν κάποιοι να μιλήσουν. Αυτό όμως, χωρίς καταγγελία είναι δύσκολο να προωθηθεί, θα πρέπει να γίνει καταγγελια, να κληθούν οι μάρτυρες και η Αστυνομία είναι η μόνη που μπορεί να προωθεί τέτοιες υποθέσεις όσο και να λέμε ότι υπάρχει ηθική υποχρέωση όσων γνωρίζουν να λένε αυτά που γνωρίζουν, αυτή η παράλειψη η ίδια, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένα αδίκημα. Και πάλι ενθαρρύνω και τους μάρτυρες, όσους βλέπουν πράγματα, να τα καταγγέλουν.”