Πέθανε σε ηλικία 82 ετών ο Γιάννης Μπουτάρης, από τους σημαντικότερους οινολόγους και οινοποιούς της Ελλάδας και ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης που τάραξε τα νερά της πόλης.
Ο Γιάννης Μπουτάρης αγάπησε τόσο τη Θεσσαλονίκη που μέχρι και σήμερα, υπηρετούσε την αγαπημένη του πόλη από τη θέση του μέλους του δημοτικού συμβουλίου, με την παράταξη του Σπύρου Πέγκα.
Είχε κερδίσει δύο συνεχόμενες δημοτικές εκλογές το 2010 και το 2014. Κατά τη θητεία του στον δήμο Θεσσαλονίκης είχαν πραγματοποιηθεί σημαντικά έργα, ενώ δήλωνε πάντα ενεργός πολίτης που εξέφραζε πάντα ανοικτά την ανησυχία του για την πορεία της πόλης.
Δήλωνε υπερήφανος ως δήμαρχος για το έργο της δημιουργίας του Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, μια ιδέα για την οποία αγωνίστηκε πολύ και διεκδίκησε οικονομικούς πόρους, υπογραμμίζοντας πως «θα σφραγίσει τη Θεσσαλονίκη και τους επόμενους αιώνες. Θα δώσει άλλη αίγλη στην πόλη, μία διεθνοποίηση».
Στις συνεντεύξεις του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ είχε απαντήσει και στο ερώτημα εάν η άγρια επίθεση που δέχτηκε στο Λευκό Πύργο σε εκδήλωση για τη Γενοκτονία των Ποντίων τον επηρέασε ώστε να αποσυρθεί από τα αυτοδιοικητικά πράγματα. «Καθόλου. Ίσα-ίσα το περιστατικό αυτό με πείσμωσε. Μ΄ έκανε να σκεφτώ πώς θα μπορέσω από τη θέση που βρίσκομαι να εκθέσω αυτούς τους αλήτες. Δεν με τρόμαξε καθόλου», είχε δηλώσει.
Στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Ενα βήμα μπροστά», του Δημήτρη Αθυρίδη, που γυρίστηκε το 2010, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τη δημαρχία Θεσσαλονίκης παρακολουθούμε την ιστορία ενός ανθρώπου χορτασμένου στη ζωή του, ο οποίος κάποια στιγμή αποφάσισε να εισχωρήσει στον χώρο της πολιτικής επειδή πολύ απλά ένιωσε την υποχρέωση να κάνει κάτι για την πόλη του.
«Η ταυτότητα δεν κατασκευάζεται αλλά αποκαθίσταται» λέει ο Γιάννης Μπουτάρης ενώ έχουμε τη δυνατότητα και να γνωρίσουμε τις πιο προσωπικές στιγμές του, να πίνει καφέ και να διαβάζει λογοτεχνία, να κάνει γιόγκα, να λαμβάνει μέρος στις συναντήσεις των ανώνυμων αλκοολικών, να εξομολογείται στη μητέρα του ότι «σούφρωσε» κουβέρτες από τη Λουφτχάνσα, να μιλάει με απίστευτη τρυφερότητα για την πολυαγαπημένη του σύζυγο, την Αθηνά Μιχαήλ, τον εφηβικό έρωτά του.
Το κρασί
«Από παιδί ήξερα πως στο αμπέλι θα ρίζωνε η ζωή μου», έλεγε πριν από λίγα χρόνια σε μια συνέντευξη για τον «Οινοχόο» της Καθημερινής. Στο βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει “Εξήντα χρόνια τρύγος…”, εκδόσεις Πατάκης μιλάει για το όραμα του, τους γονείς του, το ξεκίνημα, τις δυσκολίες.
Ο Γιάννης Μπουτάρης γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1942 στη Θεσσαλονίκη. Πτυχιούχος Χημικός του ΑΠΘ, διπλωματούχος Οινολόγος και συνεχιστής της πλούσιας οικογενειακής παράδοσης στα κρασιά, μέσω της εταιρείας «Ι. Μπουτάρης & Υιός», την οποία ίδρυσε ο παππούς του το 1879, στη Νάουσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο ίδιος απέκτησε ιδιόκτητο αμπελώνα στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές τεχνικές. Από την εταιρεία «Μπουτάρη» αποχώρησε το 1996 και ίδρυσε την εταιρεία «Κυρ-Γιάννη» -με τα ομώνυμα κρασιά και τα οινοποιεία σε ιδιόκτητους αμπελώνες, στο Γιαννακοχώρι Νάουσας και στο Αμύνταιο-, την οποία σήμερα διευθύνουν οι δύο του γιοι.
Ανέπτυξε και οικολογική δράση, καθώς ίδρυσε τον οργανισμό «Αρκτούρος» για την προστασία της αρκούδας, των άγριων ζώων και της φύσης των ελληνικών δασών.
Ανώνυμοι Αλκοολοικοί
Εχει ομολογήσει δημόσια, ότι κατά τη δεκαετία του 1980 έδινε μάχη με τον αλκοολισμό, τον οποίο κατάφερε να νικήσει. «Πουλούσα κρασιά και ταυτόχρονα μαχόμουν κατά του αλκοολισμού, ακούγεται παράλογο. Ομως δεν φταίει το κρασί το ευλογημένο, όταν κανείς πέσει με τα μούτρα και πνιγεί στις λίμνες του αντί να το απολαύσει συνειδητά. Ανάλογα με τη χρήση που του κάνεις, αλλάζει μορφή, κι από την ευφορία σε πάει στον ξεπεσμό. Προσωπικά δεν κατάφερα ποτέ να μεθύσω με κρασί, το σεβάστηκα και με σεβάστηκε. Για το ουίσκι δεν θα πω το ίδιο, οι δυο μας βγάλαμε τα μάτια μας. Κάθε βράδυ, πριν πάω να κατακτήσω τον κόσμο, άρχιζα μαζί του ένα παιχνίδι καθαρά ερωτικό. Φλέρταρα με το σχήμα του ποτηριού και περίμενα να ακούσω τον ήχο του πάγου καθώς έπεφτε μέσα. Χάιδευα το μπουκάλι πριν το ανοίξω, το μύριζα, έβλεπα το ποτό να ρέει μαλακά στο γυαλί, ανακάτευα τον πάγο με το δάχτυλο, το έγλειφα και συνέχιζα να ντύνομαι και να σενιάρομαι. Κουστούμι, γραβάτα, μαντίλι (βαλμένο στην τσέπη ανάποδα, με τις μύτες προς τα κάτω), αισθανόμουν βασιλιάς παρά το τσάκισμα από τη δουλειά. Κάποτε ήρθε η στιγμή να κάνω ταμείο και στον λογαριασμό είχα μπει χοντρά μέσα. Δεν θα ρεφάριζα με τη ζωή μου», είχε δηλώσει σχετικά στην Καθημερινή.
«Στο πρόγραμμα ανακάλυψα ποιος πραγματικά είμαι, γνώρισα πτυχές του ψυχισμού μου που με βασάνιζαν, κρυμμένες μέσα μου. Σιγά σιγά κατάφερα να συμφιλιωθώ μαζί τους. Δεν έγινα άλλος άνθρωπος, απλώς έγινα αρκετά σοφός ώστε να παραδεχθώ πως δεν ορίζω τα πάντα. Θα περίμενε κανείς, όταν γύρισα γιατρεμένος, να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μου με τους δικούς μου. Ακριβώς αυτό συνέβη με την Αθηνά και τα παιδιά, ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής μου ζωής, ενώ στην εταιρεία το εντελώς αντίθετο. Οι διαφορές που είχα με τον Κωνσταντίνο έγιναν αβυσσαλέες και οι συγκρούσεις καθημερινές, μόλις επανήλθα φορτσάτος», ανέφερε.
Η γυναίκα της ζωής του
«Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα στη ζωή μου το αισθάνθηκα στη Β΄ Γυμνασίου, όταν ερωτεύτηκα με πάθος την Αθηνά. Τον ίδιο κόμπο στον λαιμό, το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι ένιωσα ακόμα δύο φορές: όταν ξανασμίξαμε μετά το διαζύγιο και όταν την έφεραν σπίτι να την ντύσω για να φύγει οριστικά. Την πρωτοείδα δεκατεσσάρων ετών σε ένα σχολικό πάρτι και από τότε δεν την έβγαλα ποτέ από το μυαλό μου.
Εκπάγλου καλλονής, που λένε, καθόλου σεξουάλα, με κλασική ομορφιά και μια μακριά κοτσίδα. Τα θήλεα του Κολλεγίου φοιτούσαν σε άλλο κτίριο και έρχονταν στο Αρρένων μόνο για τα καλλιτεχνικά, οπότε στηνόμουν σε πόρτες και γωνίες με την ελπίδα όχι να τη συναντήσω, απλώς να τη δω. Εκανα τον άρρωστο για να μπορώ να της τηλεφωνώ από το ιατρείο.
Εφτασα στο σημείο να της στείλω γράμμα προειδοποιητικό, ότι πρόκειται να κάνω μια σοβαρή επέμβαση και ίσως να πεθάνω, μήπως την πείσω να με κοιτάξει. Δεν ήταν ψέμα, εννοούσα την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Μετά μια πολιορκία που κράτησε όσο ο Τρωικός Πόλεμος σε διάρκεια, ενέδωσε τελικά στην Ε΄ τάξη και γίναμε ζευγάρι, δηλαδή φιληθήκαμε», έγραψε στο βιβλίο του.
Η πολιτική
«Ανεξάρτητα από το τι ψηφίζουν, πιστεύω πως υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: οι συντηρητικοί, που θα τους βρεις όχι μόνο στα δεξιά κόμματα αλλά σε όλα ανεξαιρέτως, και οι προοδευτικοί, που επίσης δρουν σε όλες τις πλευρές. Φοβάμαι πως είναι σπανιότεροι στην Αριστερά, που έχει μπερδέψει τα παπούτσια της όσον αφορά το τι σημαίνει προοδευτική αλλαγή. Οταν γίνεται κάτι σωστό για πρώτη φορά, οι πραγματικά προοδευτικοί το αγκαλιάζουν χωρίς να νοιάζονται τι σφραγίδα φέρει, αλλά αυτό είναι έξω από τις μεθοδεύσεις των εγκλωβισμένων σε κόμματα. Το Ποτάμι, μόνη εξαίρεση, θέλησε να κάνει τη διαφορά και να σιγοντάρει ό,τι πίστευε σωστό ανεξαρτήτως κομματικής ταμπέλας, και τι κατάφερε; Τα είδαμε τα χαΐρια του, άπατο πήγε. Η συναισθηματική και πνευματική μας αναπηρία παραμένει αήττητη. Ο μοναδικός χώρος που με αηδιάζει είναι η Χρυσή Αυγή και οι δορυφόροι της, ας πάει στο πυρ το εξώτερον κάθε σκοταδιστικό στοιχείο».
Πρώτη δημοσίευση στο Hello Magazine